μακρόστομος

μακρόστομος
-η, -ο
το αρσ. και θηλ. ως ουσ.
ιατρ. αυτός που πάσχει από μακροστομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”